εγχειρητής

εγχειρητής
ο хирург; оператор (уст. )

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "εγχειρητής" в других словарях:

  • ἐγχειρητής — one who undertakes masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εγχειρητής — ο (AM ἐγχειρητής) νεοελλ. χειρουργός αρχ. αυτός που επιχειρεί κάτι …   Dictionary of Greek

  • εγχειρητής — ο ο χειρουργός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐγχειρηταί — ἐγχειρητής one who undertakes masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγχειρητήν — ἐγχειρητής one who undertakes masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγχειρητέα — ἐγχειρητέον one must undertake neut nom/voc/acc pl ἐγχειρητέᾱ , ἐγχειρητέον one must undertake fem nom/voc/acc dual ἐγχειρητέᾱ , ἐγχειρητέον one must undertake fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἐγχειρητέος neut nom/voc/acc pl ἐγχειρητής one… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»